Αναλυτικά ο Τάσος Κυριάκος
Τάσο είσαι ένας από τους παίκτες, που έχεις περάσει σχεδόν απ’ όλες τις κατηγορίες και έχεις γνωρίσει το ποδόσφαιρο σε όλα του τα επίπεδα.
Γεννήθηκα στη Λάρισα και όχι στη Γιάννουλη όπως λανθασμένα γράφεται για μένα σε διάφορους ιστότοπους. Πρώτη μου ομάδα ήταν ο Πηνειός στον οποίο πήγα σε ηλικία 13 ετών. Μάλιστα ένας φίλος του πατέρα μου είχε πάρει τον αδελφό μου για να δοκιμαστεί στην ομάδα και εγώ μόλις το έμαθα έβαλα τα κλάματα γιατί ήθελα να παίξω ποδόσφαιρο. Στη συνέχεια όμως, διαλύθηκαν οι παιδικές και οι εφηβικές ομάδες του Πηνειού και έτσι μετακόμισα στην Παλασγιώτιδα που επίσης έπαιζε στην Α’ τοπική κατηγορία.
Εκεί σε είδαν για πρώτη φορά οι άνθρωποι του Απόλλωνα Λάρισας;
Ναι εκεί και με πήραν στην ομάδα τους. Ήταν η πρώτη ομάδα που μου έδωσε την ευκαιρία να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Ακολούθησε μετά από 2,5 χρόνια η ΑΕΛ όπου ήταν στη Β’ Εθνική και είχαν ουσιαστικά ξεκινήσει τα “πέτρινα χρόνια” της. Είχαμε παίξει ένα ματς στο Βύρωνα και είχε έρθει στο τέλος στα αποδυτήρια ο Πέτρος Φούντας, ο οποίος σημείωσε τα στοιχεία μου σε ένα πακέτο τσιγάρα και μου είπε ότι θα με πήγαινε σε ομάδα Α’ Εθνικής. Εγώ φυσικά δεν τον πίστεψα, μέχρι που το καλοκαίρι με πήρε ξαφνικά τηλέφωνο, ενώ ήμουν σε διακοπές στη Χαλκίδα και μου είπε να πάμε στην Καλλιθέα.
Έτσι έκανες το “άλμα” και βρέθηκες στην Α’ Εθνική;
Ναι. Μίλησα με τον αείμνηστο Σαλευρή, τα βρήκαμε αμέσως και υπέγραψα στην Καλλιθέα. Από την πρώτη χρονιά με ήθελε ο Μπάγεβιτς στην ΑΕΚ, αλλά η Καλλιθέα ζητούσε αρκετά χρήματα. Την δεύτερη χρονιά είχε ενδιαφερθεί μαζί με την ΑΕΚ και ο Παναθηναϊκός, αλλά η Καλλιθέα δεν άλλαζε στάση. Την τρίτη μου χρονιά στην ομάδα, είχε έρθει και ο Αλέκος Αλεξανδρής και ουσιαστικά αυτός ήταν που με βοήθησε να πάω στον Ολυμπιακό, ο οποίος ήταν η μόνη ομάδα που έδωσε στην Καλλιθέα τα λεφτά που ζητούσε.
Τεράστια η αλλαγή περιβάλλοντος.
Δεν το συζητάμε. Ο Ολυμπιακός ήταν ένας… άλλος κόσμος. Από την πιο μικρή λεπτομέρεια, φαινόταν πόσο μεγάλος σύλλογος είναι. Εγώ ένιωθα υπέροχα και σκεφτόμουν ότι υπάρχει τόσος κόσμος που κάνει ταξίδι και πληρώνει τόσα λεφτά απλά για να δει την ομάδα και εγώ ήμουν μέσα στα αποδυτήρια και είχα συμπαίκτες παγκοσμίου κλάσεως.
Δεν έμεινες όμως πολύ στον Ολυμπιακό.
Έμεινα μόνο έναν χρόνο στον Ολυμπιακό, γιατί δεν ήμουν επιλογή του Σόλιντ και στο τέλος της πρώτης χρονιάς, έπρεπε ή να πάω δανεικός, ή να μείνω ελεύθερος. Επέλεξα το δεύτερο και αμέσως με πήρε τηλέφωνο ο Νίκος Αναστόπουλος, που ήταν και ο προπονητής που με είχε βάλει βασικό στην Καλλιθέα. Τότε είχε αναλάβει τον Άρη και μου είπε ότι με θέλει. Συμφώνησα αμέσως με τον Άρη, αλλά μέχρι να φτάσω στη Θεσσαλονίκη, ο Αναστόπουλος είχε λύσει τη συνεργασία του με την ομάδα!
Μετά τον Άρη, πήγες στον Αστέρα Τρίπολης, αλλά και εκεί δεν έμεινες.
Είχαμε ξεκινήσει την προετοιμασία με προπονητή τον Καρβαλιάλ. Στα φιλικά στο Καρπενήσι είχα παίξει σε όλα, αλλά όταν γυρίσαμε στην Τρίπολη, ενημερώθηκα ότι δεν ήμουν στα πλάνα του. Ουσιαστικά ποτέ δεν κατάλαβα ποιος πήρε τελικά την απόφαση να φύγω από την ομάδα.
Βρήκες την ευκαιρία πάντως να γυρίσεις στη Λάρισα.
Στο Καρπενήσι κάναμε κοινή προετοιμασία με την ΑΕΛ, που τότε είχε προπονητή τον Ουζουνίδη και γυμναστή τον Μουρίκη, που τον ήξερα από τον Ολυμπιακό. Τότε χαριτολογώντας είχαμε πει να γίνει κάτι να γυρίσω στην ΑΕΛ και φυσικά, όταν έμεινα ελεύθερος από τον Αστέρα, αυτό που ξεκίνησε ως… καλαμπούρι, έγινε επίσημο και έτσι γύρισα στην πόλη μου μετά από 8 χρόνια.
Εκεί ήρθε και η πρόταση από την Κύπρο.
Είχε αναλάβει την Ομόνοια ο Τάκης Λεμονής και με πήρε τηλέφωνο και πήγα στην Κύπρο. Ακολούθησε ο ΠΑΣ Γιάννινα, όπου ήταν στην Β’ Εθνική και πήγα και κερδίσαμε την άνοδο στην Α’ Εθνική. Είχαμε δώσει τα χέρια με τον Χριστοβασίλη για να ανανεώσουμε, αλλά ο ΠΑΣ δεν πήρε άδεια και εγώ λόγω ηλικίας, αφού υπήρχε ο περιορισμός στις μεταγραφές, δεν μπορούσα να ανανεώσω.
Από κει και πέρα η καριέρα σου συνεχίστηκε σε ομάδες μικρότερων κατηγοριών, με αρκετές… περιπέτειες.
Πρώτα πήγα στη Νίκη Βόλου, όπου τότε, είχε μαζέψει παίκτες από την ‘Α Εθνική. Συνολικά 7 ομάδες της Α’ Εθνικής εκείνη τη χρονιά δεν είχαν πάρει άδεια, με αποτέλεσμα αρκετοί παίκτες να “μετακομίσουν” στη Β’ Εθνική. Ακολούθησε ο Ηρακλής, όπου πήγα με προπονητή τον Σίνισα Γκόγκιτς. Στη συνέχεια πήγα στον Πύργο και τον Πανηλειακό, όπου τον είχε αναλάβει ο Θανάσης Παπαγεωργίου και πραγματικά κάναμε μια εκπληκτική ομάδα, όπου για έναν βαθμό δεν μπήκαμε στα play off. Μετά πήγα από ένα εξάμηνο σε Απόλλωνα Σμύρνης και Τύρναβο και τρομερή εμπειρία είχα στα Τρίκαλα, όπου στα μισά της προετοιμασίας η ομάδα διαλύθηκε, την πήρε ο κ. Γιαλιάς και αποφάσισε να διώξει όλους τους παίκτες και να φέρει αυτούς που είχε στον Πανελευσινιακό.
Πάλι όμως βρήκες την ευκαιρία και γύρισες στη Λάρισα.
Στον Απόλλωνα όπου είχα ξεκινήσει την επαγγελματική μου καριέρα. Από την Γ’ Εθνική ανεβήκαμε στην Β’, αλλά τότε δέχτηκα την πρόταση του κ. Παπαγεωργίου, ο οποίος είχε πάρει πλέον την Αμαλιάδα και πήγα εκεί για να τον βοηθήσω. Κερδίσαμε την άνοδο στη Β’ Εθνική, όμως λόγω κάποιων επεισοδίων σε παιχνίδι μας, τιμωρηθήκαμε με δέκα βαθμούς ποινής και τελικά δεν ανεβήκαμε.
Η συνέχεια ποια ήταν;
Γύρισα στη Λάρισα και υπέγραψα στο Μακρυχώρι, αλλά έμεινα μόνο δύο μήνες, καθώς είδα ότι δεν υπήρχαν οι προοπτικές για διεκδίκηση του πρωταθλήματος. Από εκεί πήγα στον Διαγόρα Στεφανοβίκειου, όπου προπονητής ήταν ο Μιχάλης Ζιώγας και εκεί πραγματικά κάναμε πρωταθλητισμό και ανεβήκαμε στην Γ’ Εθνική. Από εκεί έφυγα για να πάω στη Μύκονο, όπου οι παράγοντές της μου φέρθηκαν άψογα, ενώ βοήθησα και στο να πάνε και κάποια άλλα παιδιά. Όμως ήμουν μακριά από τη Λάρισα και έτσι αποφάσισα να επιστρέψω στον Διαγόρα. Δύο αγωνιστικές πριν το τέλος όμως, μας πρόλαβε ο κορονοϊός και τα πάντα σταμάτησαν.
Η πανδημία όμως, πέρασε ουσιαστικά και εσύ επέστρεψες στο ποδόσφαιρο.
Γύρισα στον Απόλλωνα Λάρισας όπου για 5 μήνες ήμουν team manager της ομάδας, αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμενα. Πάντως εκεί που είχα πάρει την απόφαση να σταματήσω, ήρθε η πρόταση από την Αστραπή Νέας Πολιτείας, η έδρα της οποίας είναι μέσα στη Λάρισα και αποφάσισα να συνεχίσω το ποδόσφαιρο. Οι άνθρωποί της με στήριξαν και ξαναβρήκα το ρυθμό μου, γιατί τις προπονήσεις δεν τις σταμάτησα ποτέ. Φέτος, χτύπησε και πάλι το τηλέφωνο και μου έκαναν την πρότασή τους οι άνθρωποι του Δαμασιακού, που αγωνίζεται στην Α’ Τοπική κατηγορία.
Θέλω τώρα να μου μιλήσεις για τα πρωταθλήματα που έχεις παίξει, από θέμα οργάνωσης.
Στις μικρότερες κατηγορίες οι συνθήκες δυστυχώς δεν είναι καλές για έναν αθλητή. Δεν υπάρχει οργάνωση, δεν υπάρχει κάτι που να σου δίνει κίνητρο, εκτός από την αγάπη σου για το άθλημα. Ειδικά στη Γ’ Εθνική, νομίζεις ότι αγωνίζεσαι σε ένα πρωτάθλημα παρατημένο, όπου κανείς δεν ενδιαφέρεται για να καλυτερεύσει. Και όταν λέω κανείς, δεν εννοώ τους ανθρώπους των ομάδων, που κάνουν πραγματικά μεγάλο αγώνα, αλλά αυτούς που είναι υπεύθυνοι για την διοργάνωσή του. Δεν είναι δυνατόν να ξεκινάει προετοιμασία μια ομάδα και να μην ξέρει πότε θα ξεκινήσει και το πρωτάθλημα. Στην εποχή που ξεκίνησα εγώ το ποδόσφαιρο, τουλάχιστον στην Γ’ Εθνική ξέραμε πότε θα γίνει η πρώτη αγωνιστική. Τώρα ξεκινούν οι ομάδες τον Αύγουστο και τον Νοέμβριο ακόμα δεν ξέρουν πότε θα παίξουν.
Γιατί πιστεύεις ότι συμβαίνει αυτό;
Γιατί οι άνθρωποι που διοικούν το ποδόσφαιρο, δεν γνωρίζουν από ποδόσφαιρο. Δεν νοιάζονται για τους παίκτες και τους προπονητές. Οι παράγοντες, όσοι μπορούν, κάνουν και το “κέφι” τους και έχουν μια ομάδα, χωρίς έσοδα και μόνο με έξοδα. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για τις συνθήκες, για τα γήπεδα, για το αν υπάρχει νερό για να κάνουν οι παίκτες μπάνιο, για το αν τα πλαστικά γήπεδα είναι ασφαλή. Κάθε χρόνο οι όμιλοι αλλάζουν με πρόσχημα να μην έχουν οι ομάδες μεγάλες μετακινήσεις. Όμως οι παίκτες και οι ομάδες είναι αναγκασμένες να κάνουν ταξίδια 6 και 7 ωρών και μάλιστα την ίδια μέρα του αγώνα για να παίξουν. Πήραμε το EURO 2004 και αντί σαν ποδόσφαιρο να κάνουμε ένα βήμα μπροστά, καταφέραμε να κάνουμε δέκα πίσω. Έτσι δεν μπορεί να υπάρξει καμία πρόοδος.
Όλα αυτά που μου περιγράφεις, μόνο με επαγγελματικό χώρο δεν μπορούν να συγκριθούν.
Στην Γ’ Εθνική ειδικά, μόνο στα χαρτιά είσαι “επαγγελματίας”. Η συνήθης πρακτική των παραγόντων είναι το καλοκαίρι, όταν θέλουν να πάρουν την υπογραφή σου σου τάζουν “τον ουρανό με τ’ άστρα”. Μόλις όμως ξεκινάει το πρωτάθλημα και μετά από 1-1,5 μήνα που είναι τυπικοί, αρχίζουν τα δύσκολα. Αρχίζουν οι καθυστερήσεις στις καταβολές, αλλά και η ειρωνεία. “Δεν είσαι επαγγελματίας, μόνο εσύ διαμαρτύρεσαι και γκρινιάζεις” κτλ κτλ. Αν δε η ομάδα δεν πάει τελικά για να κατακτήσει το πρωτάθλημα ή να μείνει εύκολα στην κατηγορία, τότε την παρατούν στην τύχη της και όλοι ψάχνουν να βρουν το δίκιο τους.
Όλα αυτά που περιγράφεις δίνουν την αίσθηση ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται για τους παίκτες, αλλά μόνο για να γίνουν τα πρωταθλήματα.
Γενικότερα η αίσθηση που υπάρχει είναι πως στην Γ’ Εθνική είναι πολλές οι φορές που τα πάντα είναι προαποφασισμένα. Ποιος θα ανέβει, ποιος θα πέσει… Πάντοτε υπάρχουν οι φήμες στο ξεκίνημα της κάθε χρονιάς και είναι πολλές οι περιπτώσεις που έχουν επιβεβαιωθεί.
Μεγάλα προβλήματα φαίνεται να υπάρχουν και με την διαιτησία, ειδικά στις μικρές κατηγορίες.
Το θέμα αυτό είναι μεγάλο και δυστυχώς δεν υπάρχει λύση. Ειδικά στην Γ’ Εθνική όπου δεν υπάρχει και η τηλεοπτική κάλυψη σε όλα τα παιχνίδια, γίνονται “τέρατα”. Εδώ γίνονται στην Superleague και την Β’ Εθνική, δεν θα γίνονται στην Γ’ Εθνική που ουσιαστικά δεν υπάρχει κανένας έλεγχος;
Εσύ έχεις παίξει σε παιχνίδι που να είχες την αίσθηση πως δεν θα μπορούσες να το κερδίσεις;
Φυσικά. Όταν ήμουν στην Νίκη Βόλου είχαμε παίξει ένα παιχνίδι κόντρα στον Ηρακλή Ψαχνών. Εκείνη τη μέρα ότι και να κάναμε δεν υπήρχε περίπτωση να κερδίσουμε τον αγώνα. Έκανε τα πάντα ο διαιτητής εκείνη τη μέρα για να μην κερδίσουμε και τουλάχιστον σε αυτό το ματς. Γι’ αυτό το παιχνίδι υπάρχουν τα στιγμιότυπα στο youtube και ο καθένας μπορεί να τα δει και να βγάλει τα συμπεράσματά του.
Κλείνοντας λοιπόν τι μπορείς να πεις για το ποδόσφαιρο και ειδικά για τις μικρότερες κατηγορίες;
Εγώ είχα την τύχη να αγωνιστώ στο υψηλότερο επίπεδο και στη συνέχεια βάσει του ονόματος που “έχτισα” να μπορώ να κάνω καλές επιλογές. Βλέπω όμως τα νέα παιδιά που προσπαθούν για να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα πραγματικά να υποφέρουν. Δεν υπάρχουν υποδομές, δεν υπάρχουν συνθήκες, δεν υπάρχει αξιοκρατία και αξιοπιστία. Πρέπει να ξέρουν ότι θα παίξουν σε παιχνίδια όπου ότι και να κάνουν δεν θα μπορούν να κερδίσουν. Θα βλέπουν τους διαιτητές να παίρνουν περίεργες αποφάσεις, να πέφτουν μόνοι τους οι αντίπαλοι και αυτοί να παίρνουν κίτρινη κάρτα, γιατί απλά βρέθηκαν κοντά τους και όταν διαμαρτύρονται να κινδυνεύουν με κόκκινη κάρτα και μετά θα πρέπει να εξηγήσουν στην ομάδα τους τι έγινε. Δυστυχώς θα καταλάβουν ότι σε αρκετές περιπτώσεις, τα πάντα θα είναι “μελετημένα” και προκαθορισμένα, αφού αυτοί που κρατούν τις τύχες στα χέρια τους, τα άνουν όλα όπως θέλουν.