Στις 27 του περασμένου Δεκεμβρίου είχε γράψει στην εφημερίδα «Εξέδρα» ο Βασίλης Σαμπράκος την αρχή και τη μέση ενός ποδοσφαιρικού παραμυθιού που του είχαν διηγηθεί.
Αρχιζε κάπως έτσι: «Σε μια μακρινή χώρα, απολίτιστη, όπου ισχύουν οι νόμοι της ζούγκλας, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, ήταν ένας πρόεδρος ομάδας που έμαθε, δίχως να το επιδιώξει, την τιμή της αγοράς για την εξασφάλιση της παραμονής. Περί τις 250 χιλιάδες ευρώ του ζήτησαν, του προέδρου του παραμυθιού, για να σώσει από τα μισά της σεζόν την ομάδα του».
Συνεχιζόταν κάπως έτσι: «Δεν ήταν τέτοιος ο πρόεδρος του παραμυθιού μας. Αποφάσισε, για ακόμη μία φορά, να πάει με τον σταυρό στο χέρι. 'Δεν θα τους τα δώσω. Θα τα βάλω αυτά τα λεφτά για να κάνω μεταγραφές', ήταν η απόφασή του» και «ο πρόεδρος έκανε τα προβλεπόμενα. Μοιράστηκε την ιστορία με τους αρμοδίους. Το είπε στον πρόεδρο της τοπικής ομοσπονδίας του ποδοσφαίρου. Το είπε μέχρι και στις ελεγκτικές και τις διωκτικές αρχές. Ολοι όσοι έπρεπε την έμαθαν την ιστορία. Ή μήπως δεν έπρεπε να τη μάθουν όλοι αυτοί;». Και ήρθε η ώρα να τελειώσει αυτό το παραμύθι. Ή, μάλλον, να σας διηγηθώ το τέλος, που δεν μου είχαν διηγηθεί και το έκαναν μόλις προχθές.
Ο ήρωας του παραμυθιού, το οποίο παραμύθι υπενθυμίζω ότι δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την πραγματικότητα και ειδικά την ελληνική, πήγε και κατήγγειλε στον πρόεδρο της τοπικής ομοσπονδίας ποδοσφαίρου ότι ένα από τα πρόσωπα της μαύρης αγοράς του ποδοσφαίρου, το οποίο ισχυριζόταν ότι μαζί με έναν πρώην κάτοχο χρυσής σφυρίχτρας και με μια κυρία διατηρούσαν μια επιχείρηση που παρείχε στις ομάδες ασφάλεια ζωής στο πρωτάθλημα, του ζήτησε τη διακοσοπενηντάρα για να του δώσει μια ασφάλεια ζωής. Πώς θα του την έδινε; Θα του παρέδιδε μια σφυρίχτρα πασπαρτού, η οποία μπορούσε να σφυρίξει ό,τι θέλει σε όποιο ματς θέλει προκειμένου να πετύχει, ο πελάτης, να διατηρηθεί στη ζωή του ποδοσφαίρου. «Κάνε κάτι», είπε ο ήρωας του παραμυθιού στον ποδοσφαιρικό ηγέτη της χώρας.
Δεν ίδρωσε ο πρόεδρος της τοπικής ομοσπονδίας ποδοσφαίρου της απολίτιστης, μυθικής χώρας. Συνέχισε να ζει δίχως αλλαγές στο βασίλειο του ποδοσφαίρου. Δεν πείραξε ούτε τον πρώην κάτοχο χρυσής σφυρίχτρας ούτε και την κυρία που είχε τις σφυρίχτρες πασπαρτού και τις πωλούσε στη μαύρη αγορά του ποδοσφαίρου. Κι ας είχε κι άλλες τέτοιες καταγγελίες για την παράνομη δράση τους. Ο ήρωας του παραμυθιού κλήθηκε, στο μεταξύ, από την εισαγγελέα που ερευνούσε το ποδόσφαιρο. Της είπε κι αυτής τα ίδια, για τη χρυσή σφυρίχτρα και την κυρία που κατέχει τη σφυρίχτρα πασπαρτού και διακινεί το μαύρο χρήμα του ποδοσφαίρου. Μοιράστηκε τον πόνο του και με τον ειδικό γραμματέα της απολίτιστης χώρας. Κι εκείνου του είπε τα ίδια. Δεν τον έπεισε, όμως, ούτε αυτόν.
Ολη αυτή η δράση του έγινε βεβαίως γνωστή στο χωριό των παρανόμων του ποδοσφαίρου. Χρησιμοποιώντας τις μαγικές δυνάμεις τους, τη σφυρίχτρα πασπαρτού και τις θυγατρικές ποδοσφαιρικές εταιρείες που ελέγχουν χάρη σε αυτό το franchise μαύρου ποδοσφαίρου που έχουν στήσει με σημεία πώλησης σε όλη τη χώρα, την πήγαν αυτή την ομάδα σαν πρόβατο στη σφαγή. Την πιστόλισαν σε περισσότερα από 10 παιχνίδια. Και τη φούνταραν.
Τρελάθηκε περισσότερο ο ήρωας του παραμυθιού. Διότι δεν έφτανε που είδε την ομάδα του να πέφτει, είχε και ένα μέρος των οπαδών της ομάδας εναντίον του. Αλλους επειδή αντιλαμβάνονταν τα δικά του λάθη ως σημαντικά κι άλλους που πίστεψαν ότι λάθεψε που δεν λάδωσε για να σώσει την ομάδα.
Και πώς τελειώνει αυτό το παραμύθι; Νικημένος από τους παράνομους, τους εμπόρους του μαύρου ποδοσφαίρου, ο πρόεδρος του παραμυθιού πήρε την ιστορία μαζί του. Δεν τη διηγήθηκε ποτέ στους οπαδούς της ομάδας του με ονόματα και διευθύνσεις. Επειδή δεν είχε αποδείξεις, κι επειδή αντιλήφθηκε ότι θα ήταν μάταιο να επιχειρήσει να τα βάλει μόνος του με τους παράνομους. Επειδή τον είχε νικήσει η στάση των αρχών του τόπου και του ποδοσφαίρου. Συνέχισε να ζει στο ποδόσφαιρο και να ελπίζει ότι κάποτε θα γίνει η επανάσταση και το καλό του ποδοσφαίρου θα νικήσει το κακό. Και ζήσανε αυτοί, οι παράνομοι, καλά κι αυτός, ο πρόεδρος, χειρότερα.
Βασίλης Σαμπράκος
Αρχιζε κάπως έτσι: «Σε μια μακρινή χώρα, απολίτιστη, όπου ισχύουν οι νόμοι της ζούγκλας, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, ήταν ένας πρόεδρος ομάδας που έμαθε, δίχως να το επιδιώξει, την τιμή της αγοράς για την εξασφάλιση της παραμονής. Περί τις 250 χιλιάδες ευρώ του ζήτησαν, του προέδρου του παραμυθιού, για να σώσει από τα μισά της σεζόν την ομάδα του».
Συνεχιζόταν κάπως έτσι: «Δεν ήταν τέτοιος ο πρόεδρος του παραμυθιού μας. Αποφάσισε, για ακόμη μία φορά, να πάει με τον σταυρό στο χέρι. 'Δεν θα τους τα δώσω. Θα τα βάλω αυτά τα λεφτά για να κάνω μεταγραφές', ήταν η απόφασή του» και «ο πρόεδρος έκανε τα προβλεπόμενα. Μοιράστηκε την ιστορία με τους αρμοδίους. Το είπε στον πρόεδρο της τοπικής ομοσπονδίας του ποδοσφαίρου. Το είπε μέχρι και στις ελεγκτικές και τις διωκτικές αρχές. Ολοι όσοι έπρεπε την έμαθαν την ιστορία. Ή μήπως δεν έπρεπε να τη μάθουν όλοι αυτοί;». Και ήρθε η ώρα να τελειώσει αυτό το παραμύθι. Ή, μάλλον, να σας διηγηθώ το τέλος, που δεν μου είχαν διηγηθεί και το έκαναν μόλις προχθές.
Ο ήρωας του παραμυθιού, το οποίο παραμύθι υπενθυμίζω ότι δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την πραγματικότητα και ειδικά την ελληνική, πήγε και κατήγγειλε στον πρόεδρο της τοπικής ομοσπονδίας ποδοσφαίρου ότι ένα από τα πρόσωπα της μαύρης αγοράς του ποδοσφαίρου, το οποίο ισχυριζόταν ότι μαζί με έναν πρώην κάτοχο χρυσής σφυρίχτρας και με μια κυρία διατηρούσαν μια επιχείρηση που παρείχε στις ομάδες ασφάλεια ζωής στο πρωτάθλημα, του ζήτησε τη διακοσοπενηντάρα για να του δώσει μια ασφάλεια ζωής. Πώς θα του την έδινε; Θα του παρέδιδε μια σφυρίχτρα πασπαρτού, η οποία μπορούσε να σφυρίξει ό,τι θέλει σε όποιο ματς θέλει προκειμένου να πετύχει, ο πελάτης, να διατηρηθεί στη ζωή του ποδοσφαίρου. «Κάνε κάτι», είπε ο ήρωας του παραμυθιού στον ποδοσφαιρικό ηγέτη της χώρας.
Δεν ίδρωσε ο πρόεδρος της τοπικής ομοσπονδίας ποδοσφαίρου της απολίτιστης, μυθικής χώρας. Συνέχισε να ζει δίχως αλλαγές στο βασίλειο του ποδοσφαίρου. Δεν πείραξε ούτε τον πρώην κάτοχο χρυσής σφυρίχτρας ούτε και την κυρία που είχε τις σφυρίχτρες πασπαρτού και τις πωλούσε στη μαύρη αγορά του ποδοσφαίρου. Κι ας είχε κι άλλες τέτοιες καταγγελίες για την παράνομη δράση τους. Ο ήρωας του παραμυθιού κλήθηκε, στο μεταξύ, από την εισαγγελέα που ερευνούσε το ποδόσφαιρο. Της είπε κι αυτής τα ίδια, για τη χρυσή σφυρίχτρα και την κυρία που κατέχει τη σφυρίχτρα πασπαρτού και διακινεί το μαύρο χρήμα του ποδοσφαίρου. Μοιράστηκε τον πόνο του και με τον ειδικό γραμματέα της απολίτιστης χώρας. Κι εκείνου του είπε τα ίδια. Δεν τον έπεισε, όμως, ούτε αυτόν.
Ολη αυτή η δράση του έγινε βεβαίως γνωστή στο χωριό των παρανόμων του ποδοσφαίρου. Χρησιμοποιώντας τις μαγικές δυνάμεις τους, τη σφυρίχτρα πασπαρτού και τις θυγατρικές ποδοσφαιρικές εταιρείες που ελέγχουν χάρη σε αυτό το franchise μαύρου ποδοσφαίρου που έχουν στήσει με σημεία πώλησης σε όλη τη χώρα, την πήγαν αυτή την ομάδα σαν πρόβατο στη σφαγή. Την πιστόλισαν σε περισσότερα από 10 παιχνίδια. Και τη φούνταραν.
Τρελάθηκε περισσότερο ο ήρωας του παραμυθιού. Διότι δεν έφτανε που είδε την ομάδα του να πέφτει, είχε και ένα μέρος των οπαδών της ομάδας εναντίον του. Αλλους επειδή αντιλαμβάνονταν τα δικά του λάθη ως σημαντικά κι άλλους που πίστεψαν ότι λάθεψε που δεν λάδωσε για να σώσει την ομάδα.
Και πώς τελειώνει αυτό το παραμύθι; Νικημένος από τους παράνομους, τους εμπόρους του μαύρου ποδοσφαίρου, ο πρόεδρος του παραμυθιού πήρε την ιστορία μαζί του. Δεν τη διηγήθηκε ποτέ στους οπαδούς της ομάδας του με ονόματα και διευθύνσεις. Επειδή δεν είχε αποδείξεις, κι επειδή αντιλήφθηκε ότι θα ήταν μάταιο να επιχειρήσει να τα βάλει μόνος του με τους παράνομους. Επειδή τον είχε νικήσει η στάση των αρχών του τόπου και του ποδοσφαίρου. Συνέχισε να ζει στο ποδόσφαιρο και να ελπίζει ότι κάποτε θα γίνει η επανάσταση και το καλό του ποδοσφαίρου θα νικήσει το κακό. Και ζήσανε αυτοί, οι παράνομοι, καλά κι αυτός, ο πρόεδρος, χειρότερα.
Βασίλης Σαμπράκος